- πυκνιτης
- πυκνίτης-ου (ῑ) adj. m собирающийся (обычно) в Пниксе
(δῆμος Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δῆμος Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυκνίτης — ὁ, θηλ. πυκνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα 2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
πυκνίτης — πυκνί̱της , πυκνίτης assembled in the Pnyx masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνυκίτης — ὁ, Α ο πυκνίτης* … Dictionary of Greek
πυκνίτην — πυκνί̱την , πυκνίτης assembled in the Pnyx masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)